- κηροπώλης
- ο (ΑΜ κηροπώλης)ο πωλητής κεριούνεοελλ.-μσν.ο πωλητής κεριών ή λαμπάδων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -πώλης (< πωλῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
κηροπράτης — κηροπράτης, ὁ (Μ) κηροπώλης, πωλητής κεριού ή κεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + πράτης (< θ. πρα τού πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. λάχανο πράτης, οινο πράτης] … Dictionary of Greek
κηροπωλείο — το (Μ κηροπωλεῑον) [κηροπώλης] κατάστημα όπου πωλείται κερί η κεριά … Dictionary of Greek
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek